Σάββατο απόγευμα έσκασε η πρώτη πίτσα. Από την Κολομβία. Ήταν και νωρίς, τη χώνεψες. Τώρα τι θα κάνεις; Η Εθνική παίζει στη 1 το ξημέρωμα κόντρα στα μηχανάκια από την νήσο του Ειρηνικού, Ιαπωνία.
Και τι θα κάνουμε με τους κιτρινιάρηδες; Ελα μου ντε που καλύτερα να με πεις ρατσιστή με τους σχιστομάτηδες που η μούρη τους θυμίζει αιδοίο αραχνιασμένης γκόμενας, παρά να σου πω τι θα γίνει. Αλλά τελικά θα σου πω.
Το ματσάκι είναι χινάρι κι άσε τον Χόντα και τον Γιοσίντα να λένε διάφορα για τα καμάρια μας. Μόνο μην ξυπνήσει ο πυργιώτης (Καραγκούνης), ο κάγκουρας (Μήτρος) κι ο χασογκόλης απ’ τη Λάρισα (Γκέκας) που μ’ έκανε και λαχτάρισα μήπως και το βάλει στην κενή εστία και με βγάλει ψεύτη μ’ αυτά που του ‘χω μαζεμένα, και γίνει η Αθήνα, Τόκιο και Ακινάουα, με τον στερημένο που θα βγει στην Ομόνοια να τραγουδήσει Σολωμό.
Αυτό, βέβαια, που πρέπει να κάνουμε είναι να τους προλάβουμε. Να τρέξουμε λίγο (ακούς Κώστα;), να αλλάξουμε καμιά μπάλα μεταξύ μας, ε κι άμα τα φέρει έτσι ο διάβολος και βρεθούμε εμείς και τα δίχτυα, ας μπούμε μέσα. Όλοι, με το κεφάλι που λένε.
Πέρα από τη πλάκα, αυτό το ματσάκι έχει μια ιδιαιτερότητα: παίζουμε κάπου στο βραζιλιάνικο βορρά. Και εκεί απ’ ότι λένε έχει υγρασία. Η υγρασία, λοιπόν, δε βοηθάει πολύ στο τρέξιμο. Αυτό σημαίνει ή ότι οι λεμονόφατσες θα κουραστούν γρήγορα και θα πετάξουν τη γλώσσα έξω, ή ότι θα αναγκαστούν να κάνουν διαχείριση δυνάμεων, δηλαδή θα τρέχουν σε ταχύτητες που προλαβαίνουν μέχρι και οι Μανιατοτζαβέλλες να ξαναγίνουν φίλοι.
Βάλε και λίγο τον Φέτφα που μάλλον παίζει από την αρχή, και κάτι μπορεί να γίνει. Πάρε, λοιπόν, τις οδοντογλυφίδες από την κουζίνα και κάτσε να δεις εθνική. Θα είναι καλύτερο (και καλύτερη) από την Κολομβία.
Α, κι άμα ρίξουμε στον κουβά τον πλανήτη, μη σκεφτείς τη φωνή που θα ‘ναι βράδυ. Φώναξε “γκοοολ” κι αύριο εξηγείς στη γυναίκα γιατί στο δικό της τέρμα δεν έχεις σκοράρει από το Πάσχα.