Στην Ιταλία ο νεαρός -γελαστός, ζεστός, οικείος στις φωτογραφίες γάμου- άνδρας, σκοτώνει τη σύζυγο του, τη πεντάχρονη κόρη και τον είκοσι μηνών γιό, που κοιμούνται αθώα σε κόσμο παστέλ, μαχαιρώνοντας τους, αλλάζει ρούχα και πάει στο μπαρ να δει με τους φίλους του την Εθνική Ιταλίας, στο Μουντιάλ.
Στα γραφεία κοινός τόπος συζήτησης, το κρυμμένο διαδίκτυο, ένας κόσμος παράλληλος στα κομπιούτερ, όπου με ειδικούς κωδικούς –λένε- πως μπορείς να βρεις ικανοποίηση σε όποια σατανική, αποτρόπαια, ασύλληπτα φρικτή όρεξη σου. Οι ειδήσεις παντού. Μικρά παιδιά παρατημένα, ή πουλημένα, η κακοποιημένα σεξουαλικά και με ξύλο από τους ίδιους τους γονείς τους, ή τέρατα ανθρώπινης μορφής. Γυναίκες αρπαγμένες από τις ζωές τους ή ελπίζοντας σε κάποιες ωραιότερες, να αλλάζουν χέρια ιδιοκτήτων σαν ζώα φάρμας.
Ένας πιτσιρικάς 22 χρονών περιμένει το θύμα. Μια αφημένη, ρημαγμένη, παρατημένη ζωή, ένα πλάσμα που λίγο χώρο πιάνει στον κόσμο, μια δίχως χρόνο, μόνη στον καιρό γυναίκα, άστεγη, πεινασμένη, φτωχική, που αφήνεται στην ανοχή, ούτε καν στην καλοσύνη των ξένων. Μια από εκείνους τους αόρατους ανθρώπους, χωρίς σκιά και ίχνη, γυναίκα που ανήμερα το Πάσχα, δεν έχει κανέναν γιορτινό-ούτε λόγος για αγάπης- τραπέζι να πάει. Ξαπλώνει σε ένα παγκάκι, έξω από την εκκλησία! Τι να σκέφτεται εκείνες τις τελευταίες στιγμές; Πού να κοιτά και σε τι προστασία, από τους ζωγραφιστούς ουρανίους θόλους δίπλα της, να ελπίζει; Να νοσταλγεί στιγμές που ήταν παιδί και είχε ένα χέρι να οδηγεί το δικό της σε ασφαλή πατήματα; Να θυμάται κάποια γελαστή φωτογραφία γάμου, εκδρομής, οικογένειας; Να χόρεψε ποτέ, αγκαλιαστά, σε στροβιλισμούς υπόσχεσης ευτυχίας; Να ζητά καταφύγιο εκεί, από το ναυάγιο των ονείρων και το κλείσιμο τους σε πλαστικές σακούλες και εφημερίδες για το κρύο;
Ο θηρευτής, έχει νεανικό πρόσωπο και καραδοκεί ένα, όποιο, κάποιο, τυχαίο θήραμα. Θα το θυσιάσει λέει στο σατανά, που θέλει αίμα να χορτάσει το σκοτάδι του. Ο θηρευτής έχει νεανικό πρόσωπο και γερασμένη, όλο ρυτίδες, άσχημη, αρχαία όσο το κακό, ψυχή. Σηκώνει μια πέτρα, πολτοποιεί το κεφάλι της γυναικάς, που ίσα που γεύτηκε ζωή, περισσότερο θεατής παρά συμμέτοχος. Οι λεπτομέρειες θα μαθευτούν, τα ρεπορτάζ θα εξαπολυθούν, οι λέξεις θα γίνουν εικόνες. Άλλο ένα κακό. Άλλη μια είδηση. Άλλο ένα έγκλημα.
Έρχονται οι λέξεις και ριζώνουν σαν προσωπικές αλήθειες στην αβάσταχτη πραγματικότητα. Μαθαίνεις κι άλλα. Πιο πολλά. Δε θες, αλλά να, που ένα κομμάτι σπηλαιώδες σου, δε χορταίνει ανατριχίλα και θέλει σα να παρακολουθεί ταινία θρίλερ κι άλλη πραγματικότητα. Μια πραγματικότητα από κομμάτια αιμορραγούσας ολότητας σαν ακτινογραφία ενός ανθρωπινού είδους όλο σκοτεινιά, κακία -ασαφή από την τρέλα και την παράνοια- αδηφάγα ένστικτα, σαν αδιόρατη μνήμη, από εαυτούς, πρωτόγονους, ντυμένους δέρματα και προβιές εαυτού στα τέσσερα, να ουρλιάζουν άναρθα, σε χαμένα σπήλαια στην προϊστορία μας.
Ποια ανθρωπότητα είναι αυτή των πολυκατοικιών, των οργανωμένων κοινωνιών, της επικοινωνίας, της βιομηχανίας, της τεχνολογίας, της εξέλιξης, των οικονομικών θεωριών, των επιστημών, της φιλοσοφίας, των θρησκειών, των δορυφόρων και των διαστημοπλοίων στο σύμπαν;
Ποιες εικόνες είναι αυτές που οι μαχητές στη Σύρια κρατάνε καρδιές πάλλουσες ακόμα, των αντιπάλων και ποζάρουν τρώγοντας τες στις μικρές οθόνες του πλανήτη μας; Ποια υπόγεια σε ειδυλλιακές γειτονιές, πολιτισμένων κρατών φυλούν μυστικά φόνων, σκλαβιάς, πολλής, απίστευτης, αφόρητης, αχαλίνωτης, φυσικά παράλογης βίας; Ποια ρέματα, ποιες θάλασσες, ποια ποτάμια έχουν γεμίσει πτώματα στο όνομα της απληστίας, του χρήματος, της απόκτησης υλικών αγαθών, ή απλά της ευχαρίστησης του να σκοτώνεις ένα πλάσμα που σου μοιάζει; Ποια παράνοια έχει βυθίσει όλον αυτόν το μπλε πλανήτη και χωρίς αποτροπιασμό όλοι μας, απλά μετράμε ειδήσεις;
Αυτό το 22 χρόνων αγόρι έχει βρει άλλοθι σε μια μεταφυσική τάχα κακότητα, ένα τυπικό σχεδόν ιερατικό και καταφύγιο στο διαδίκτυο. Ζει στα ίδια μέρη με μας, πέρασε δίπλα μας, ο ίδιος ή κάποιοι σαν αυτόν. Και αυτό που με τρομάζει από όλα πιο πολύ, δεν είναι που ήταν ικανός για τόσο κακό, αλλά που πίστεψε πως υπάρχει ως οντότητα, κάπου, ενώ ήταν απλώς μέσα του…
Κι ενώ το καλοκαίρι προχωρά, κάποιοι θα πάνε διακοπές, κάποιοι άλλοι θα ασφαλιστούν στους χώρους τους, οι αόρατοι άνθρωποι στα φανάρια, στα παγκάκια στα συσσίτια, οι όχι αφημένοι στη καλοσύνη των ξένων, αλλά στην κακία των περαστικών, θα περιμένουν σιωπηλά τον επόμενο θηρευτή, παρανοϊκό, η απλά κακό, που με μια πέτρα θα πολτοποιήσει ζωές και την δικιά μας ανθρωπιά, μαζί με το άλλοθι μας στην αθωότητα…