Και κάπως έτσι ο Γιάννης Αντετοκούνμπο θα παρελάσει στο All Star Game. Οχι βέβαια ως ορίτζιναλ All Star, μικρός είναι ακόμη, αλλά ως συμμετέχων στο Rising Star Challenge. Το οποίο Rising Star Challenge δεν είναι τίποτε άλλο από τον αγώνα ανάμεσα στους πρωτοετείς και στους δευτεροετείς παίκτες από το μαγικό κόσμο του ΝΒΑ. Ακούγεται σχετικώς light ως φάση, αλλά δεν είναι. Γιατί; Διότι σε κάτι τέτοια παιχνίδια είναι που ενεργοποιείται στο φουλ η κατάρα του upside.
Να το σπάσω όμως σε πενηνταράκια, για να μην παρεξηγιόμαστε. Ολος ο καυγάς, όλος ο χαβάς, όλο το καλαμπαλίκι του ΝΒΑ τα τελευταία χρόνια αφορά στο uspide ενός παίκτη. Στις προοπτικές του δηλαδή, στο που μπορεί να φτάσει, στο ταβάνι του. Βλέπεις, για παράδειγμα, έναν τύπο απ’ την Γεωργία που δεν μπορεί να στρίψει, δεν μπορεί να ποστάρει, δεν εχει ιδέα τι είναι πικ εντ ρολ και σκέφτεσαι ότι αποκλείεται να χωρέσει σε επαγγελματική ομάδα. Όχι πεντάδα, ούτε στο βάθος του πάγκου να χοροπηδάει με τις πετσέτες όταν καρφώνουν οι συμπαίκτες του.
Το σκέφτεσαι, το λες, το γράφεις κι ατάκα φλασάρει το upside. “Ναι, έχεις τα δίκια σου” σημειώνει ο μάνατζερ (ο κολλητός, ο θείος, ο μπαρμπέρης) του παίκτη, συμπληρώνοντας: “Δες όμως τι προοπτικές έχει. Δες το ύψος του, δες το ήθος του, δες το ύφος του, δες τις γραμματικές του γνώσεις, δες πως μπαίνει στο γήπεδο και τρίζουν οι κερκίδες, δες πως έχει φτιάξει το μαλλί με τρόπο μοντέρνο και παραδοσιακό συνάμα, δες ότι τη φανέλα τη φοράει μέσα απ’ το σορτσάκι και όχι απέξω, δες ότι στη ζωή του ολόκληρη ούτε μια φορά δεν μάσησε τσίχλα εντός γηπέδου!” Και πάει λέγοντας…
Έτσι την έχουν πατήσει ένα σωρό ομάδες κι έχουν φάει σώτο σε περιπτώσεις ουκ ολίγες. Ίσως το μεγαλύτερο της τελευταίας εικοσαετίας να ήταν ο Γεωργιανός ο Tskitishvili, γι΄ αυτό και ανέφερα το παράδειγμά του πιο πάνω. Αλλά απειλείται ο δόλιος από το περσινό ντραφτ. Όχι μόνο από το νούμερο ένα στην επιλογή, τον Anthony Bennett που σπάει καλάθια και νεύρα με την απόδοσή του, αλλά και από τα περισσότερα καλά παιδιά του πρώτου γύρου. Βγάλε τον Michal Carter-Williams, τον Victor Oladipo, τον Trey Burke, άντε και κάνα-δυο ακόμη και όλοι οι υπόλοιποι είναι για ρεκτιφιέ και πέταμα.
Κι επειδή συμβαίνει αυτό, πολύς κόσμος έχει στρέψει τους οφθαλμούς του στον Γιάννη Αντετοκούνμπο. Από τον προπονητή του στους Μπακς που τον ξεκινάει βασικό εδώ και καιρό και τον αφήνει στο παρκέ σχεδόν τριάντα λεπτά σε κάθε αγώνα, έως τους διάφορους αναλυτές που αφού έβγαλαν όση χολή μπορούσαν με το δυσκολοπρόφερτο όνομά του το γύρισαν πλέον το φύλλο. Κι όλο για το upside του Γιαννάκη μιλάνε, όλο για το ύψος του που αυξήθηκε ένα… τετράποντο από τότε που πήγε Αμερική, για την αντίληψή του, για την ταχύτητά του, για το αδιανόητο εύρος των χεριών του -κάτι σαν του Διαμαντίδη ένα πράγμα. Ακόμη και οι δύσκολοι αναλυτές του Sports Illustrated παραδέχτηκαν ότι το παιδί μπορεί να είναι το κρυφό διαμάντι του ντραφτ.
Nα σας πω και το γιατί; Ο Γιάννης δεν παίρνει πολλές προσπάθειες (απαγορεύεται ο πρωτοετής-ρούκι να παίρνει πολλές προσπάθειες, το ΝΒΑ είναι όπως ο ελληνικός στρατός με τους “ψάρακες”), δεν βάζει πολλούς πόντους, δεν είναι ιδιαιτέρως εύστοχος στα τρίποντα, δεν κάνει σαματά μέσα στο γήπεδο, δεν δέρνει και δεν δέρνεται και δεν έχει κόσμο να τον “σπρώχνει” στα media. Αλλά καταφέρνει κάτι πολύ σημαντικό. Εννιά στους δέκα αγώνες (μπορεί και δέκα στους δέκα) βγάζει θετικό πρόσημο στην απόδοσή του. Αυτό το “+/-” που γράφουν τα στατιστικά του ΝΒΑ (και τη Ευρωλίγκας, αν δεν κάνω λάθος) δίπλα στο ονομα του παίκτη και δείχνει αν την ώρα που ήταν στο παρκέ η ομάδα του έχανε ή κέρδιζε. Αν γράφει π.χ. +3 πλάι στο όνομά σου, σημαίνει ότι τα 20 λεπτά που έπαιξες η ομάδα σου ήταν εν συνόλω 3 πόντους πάνω απ’ την αντίπαλή της. Αν γράφει -10, σημαίνει ότι ήταν 10 πόντους κάτω από την αντίπαλη κλπ. κλπ. Εκεί είναι το κρίσιμο σημείο κι εκεί θα δείτε μεγάλους σταρ (βλέπε Carmelo Anthony) να γράφουν βροχή τα “μείον” σε πολυάριθμους αγώνες. Ενώ ο ταπεινός Γιαννάκης, όλο “συν” και “συν” και “συν”. Αν συνεχίσει έτσι, βλέπω του χρόνου να τον ζητάνε από τίποτα Λος Άντζελες και Νέα Υόρκη και Ντάλας. Από τα μεγάλα φώτα δηλαδή, από τα μεγάλα μαγαζιά. Να ‘ναι γερό το παιδί και είμαι σίγουρος ότι όπου κι αν παίξει θα τα καταφέρει.