Σε κάθε επάγγελμα ή λειτούργημα, η καθημερινότητα είναι σκληρή. Απαιτητική. Και πολλές φορές, μετά το άγχος και το στιγμιαίο στρες, όταν βλέπεις τα πράγματα από απόσταση, καταλαβαίνεις το παράδοξο που βίασες.
Στην πρεμούρα του… αποκλειστικού, στο ανελέητο τρέξιμο του χρόνου όταν ο «νόμος του Μέρφι» κυριαρχεί, ζεις πολλές φορές ιστορίες από εκείνες που διηγείσαι στα μπαρ και κάνεις τους πάντες να λύνονται στα γέλια ή θα διηγείσαι στα εγγόνια σου, γύρω από το τζάκι. Ή την ξυλοσόμπα. Αν έχεις εγγόνια. Αν φτάσεις σε εκείνη την ηλικία. (Χτυπάμε ξύλο και συνεχίζουμε)
Έτσι, είπαμε να μοιραστούμε μαζί σας κάποιες από τις ιστορίες που αξίζουν να ειπωθούν. Έτσι, για να ευθυμήσουμε και λίγο.
«Αργείς ρε μαλάκα Ανδρέα;»
Άγγελος Μόσχοβας
Λίγο πριν το ΠΑΣΟΚ επανέλθει στην εξουσία και γίνει ξανά κυβέρνηση, κάπου μεταξύ 1992-93, γινόταν η συνεδρίαση του Εκτελεστικού Γραφείου του ΠΑΣΟΚ στο σπίτι του Ανδρέα Παπανδρέου, αφού ήταν άρρωστος τότε και δεν του επιτρεπόταν να μετακινηθεί για να μην επιδεινωθεί η υγεία του. Δεν θυμάμαι αν το συγκεκριμένο Εκτελεστικό γινόταν στο… «κωλόσπιτο» (όπως το είχε χαρακτηρίσει ο αείμνηστος Ευάγγελος Γιαννόπουλος), στη βίλα της Εκάλης δηλαδή, ή στο προηγούμενο σπίτι του. Αμέσως μετά τη συνεδρίαση, ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης θα έκανε δηλώσεις στον Τύπο. Δημοσιογράφοι, φωτογράφοι και τηλεοπτικά συνεργεία βρίσκονταν εκεί.
Οι κάμερες στήνονται, με τον Ανδρέα Παπανδρέου να περιμένει. «Μισό λεπτό κύριε πρόεδρε να συνδεθούμε όλοι» του λένε. Ο οπερατέρ ενός καναλιού, με το όνομα «Ανδρέας», αργούσε όμως… «Άντε ρε μαλάκα Ανδρέα» του λέει ένας συνάδελφος του, οπερατέρ. Και ξαφνικά απαντά μέσα σε απόλυτη σιγή, χωρίς να το περιμένει κανείς, ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ. «Εγώ εσάς περιμένω παιδιά…»! Αυτό δείχνει πόσο ακομπλεξάριστος ήταν ακόμη και με τους δημοσιογράφους και τους τεχνικούς.
«Περιμένοντας τη βόμβα να σκάσει»
Γιάννης Σιδέρης
Εγώ δεν ξέχασα να πατήσω το κουμπί, αλλά ξέχασα ολόκληρο το μαγνητόφωνο της συνέντευξης τύπου στην ισραηλινή πρεσβεία. Αυτό συνέβη προ 25ετίας. Δεν πρόλαβα να πάω ως τους Αμπελόκηπους, το συνειδητοποιώ και γυρνώ πίσω να το πάρω.
Στην είσοδο βλέπω τους πάντες αναστατωμένους. Τους εξήγησα τι ήθελα και έβγαλαν μια βαθειά ανακούφιση. Δεν είχα καταλάβει τι συμβαίνει μέχρι να με οδηγήσουν στον κήπο. Εκεί, υπήρχε ένα ξερό πηγάδι με πολύ χοντρό σιδερένιο σκέπασμα.
Μέσα στο πηγάδι είχαν ρίξει έναν σπάγγο που στην άκρη του είχε μια πλαστική σακούλα. Μέσα στη σακούλα ήταν το μαγνητόφωνό μου.
Περίμεναν όλοι με αγωνία από πάνω να… ανατιναχτεί. Θεώρησαν πως το ξεχασμένο αντικείμενο ήταν ύποπτο. Το πέρασαν για… κάποιου είδους βόμβα!
«Το κασετοφωνάκι μασάει τη κασέτα»
Αλεξάνδρα Τσόλκα
Ως δημοσιογράφος από τον περασμένο αιώνα -αιωνόβια κοινώς- έχω ζήσει το κασετόφωνο με την μεγάλη κασέτα, που γράφαμε οι δύσμοιροι την μια συνέντευξη πάνω στην άλλη και που στο καλό σημείο, τέλειωνε η μια πλευρά και έλεγες στον συνεντευξιαζόμενο, τάχα ανέμελα: «μισό λεπτό να τη γυρίιιισω…». Αυτές οι κασέτες ήταν εύκολο να μασηθούν απ’ το κασετόφωνο, να μην γράψουν καθόλου, να γράψουν μισό τον έναν, μισό τον άλλον. Θυμάμαι συνέντευξη σε τέτοιο, απ’ όταν δούλευα στον «Επενδύτη», στην απομαγνητοφώνηση της Μιμής Ντενίση που έκανε σουξέ μεγάλο τότε με την «Άννα Καρενίνα». Εκεί που μου έλεγε για τον Τολστόι και τον Βρόνσκι, να βραχνιάζει η φωνή ξαφνικά και να ακούγεται από παλιές δημοσιογραφικές επιτυχίες, ένας τύπος που ήθελε να αναβιώσει την αρχαία μορφή πάλης, το παγκράτιον και να μου λέει για λαβές, μιας και δούλευα και στην Sportime χωρίς όμως να μου δίνουν οι εκεί και μεγάλη σημασία για τις αθλητικές -ανύπαρκτες- μου γνώσεις… Από εκείνη την περίοδο θυμάμαι τον εαυτό μου, να γυρνάω τις κασέτες με ένα στυλό big χωμένο μες στις τρύπες για να μαζέψω την ταινία από κει που χει κολήσει, μπας και τελειώσει κάποτε το μαρτύριο της απομαγνητοφώνησης.
Χρόνια αργότερα κυκλοφόρησαν τα ψηφιακά κασσετοφωνάκια, που απ’ τους πρώτους νομίζω, πρέπει να προμηθεύτηκα. Έλα μου, που κοπελίτσα είχα μάθει στη γκουμούτσα την κασέτα και το κασετόφωνο σε μέγεθος βιβλίου και όλο έχανα στις τσαντάρες το ψηφιακό που ήταν σα μολύβι, ώριμη και μεστωμένη πλέον! Άσε που για να μάθω πως δουλεύει μόνο σεμινάρια στους Μηχανολόγους στο ΕΜΠ δεν χρειάστηκε να κάνω! Διότι απ’ τον τσίγκο και το αντιμόνιο στις νέες τεχνολογίες και στα social media, είναι μακρύς ο δρόμος παιδιά μου και τον έκαναν όλο… απομαγνητοφωνώντας! Μια ζωή με το κασσετοφωνάκι στο αφτί και ιαχές προς τους συναδέλφους, ευγενικές τύπου: «σκάστε ρε μα@@κες, να ακούσω»… Επίσης ήταν όλα ίδια. Σ ένα σχέδιο και χρώμα και δεν είχαν κανένα στοιχείο προσωπικής επαφής. Δηλαδή δεν ήταν, όπως τα παλιά, κολλημένο με σελοτέιπ στη γωνία -μου έπεσε- ούτε του έλειπε το κουμπί του stop και πάταγα ένα πλαστικό – το έριξα απ τα νεύρα μου στο τοίχο! Έτσι μια φορά, σε νέα δουλειά στα περιοδικά και στο επίσης αείμνηστο Down Town, γυρίζοντας από συνέντευξη στον Μάκη Τριανταφυλλόπουλο, ανακάλυψα πως τελειώνοντας τη συζήτηση, έφυγα και εκτός απ το δικό μου, είχα πάρει… και το δικό του κασσετοφωνάκι μαζί! 12 η ώρα τη νύχτα του το έστειλα του ανθρώπου με ασυνόδευτο ταξί. Και μετά κάθισα για ολονύχτια απομαγνητοφώνηση μιας και το πρωί έπρεπε να παραδώσω! Και;… Υπακούοντας στην νομοτέλεια της γκαντεμιάς μου το σύμπαν είχε κανόνισε και το ψηφιακό θαύμα δεν είχε γράψει τίποτα!
Φυσικά με τα χρόνια μαθαίνεις τον κανόνα, πως πάντα, μα πάντα, ενώ το κασσετοφωνακι γράφει, εσύ κρατάς ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΑ σημειώσεις! Ό,τι κέρατο κι αν κυκλοφορήσει, μανούλα μου, το στυλουδάκι το big πάντα το κάνει το θαυματάκι του! Και όσοι δημοσιογράφοι κυκλοφορούν με πανάκριβα στυλό, μη μασάτε και μη μου κομπλεξάρεστε, δεν κάνουν συνεντεύξεις και τα χουν για φιγούρα…
Σ.Σ: Διαβάζοντας το παραπάνω πόνημα – κατάθεση εμπειρίας και ψυχής φυσικά, καταλήγω στα εξής οδυνηρά συμπεράσματα: α) είμαι αρχαία και ήμουν παρούσα ενώ γραφόταν η Ιστορία… ισα που σε σύγχυση καμία φορά νομίζω πως γνώρισα και αυτοπροσώπως την ίδια την Καρένινα, β) δε το χω με τα μηχανήματα που και το κουμπί του θερμοσίφωνα βουνό μου φαίνεται και θα ανατινάξω καμία μέρα το σπίτι, γ) πόσα μαγαζιά έκλεισα συνάδελφε μου; Σε μια παράγραφο 3 μέτρησα…
«Φέρτε μου την Παρθένα…»
Χρήστος Κούτρας,
Ήταν αρχές του καλοκαιριού του 2000. Εγώ εργαζόμουν στον τηλεοπτικό σταθμό ΑΝΤ1 στο ελεύθερο ρεπορτάζ. Τότε μεγάλο θέμα η αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες. Ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος κατάφερε να μαζέψει μέγα πλήθος στην πλατεία Συντάγματος. Η Αθήνα είχε κυριολεκτικά πλημμυρίσει από κόσμο. Όλο το δημοσιογραφικό επιτελείο απασχολούνταν με την κάλυψη του συλλαλητηρίου. Βασική οδηγία που είχαμε ήταν να εντοπίσουμε πολιτικούς που βρίσκονταν στη συγκέντρωση. Ξαφνικά το τηλέφωνο μου χτυπάει ,το σηκώνω και ακούω , τη γυναικεία φωνή της αρχισυντάκτριας μου να έχει μετατραπεί σε βαριά αντρική «το Μέγκα παίζει δήλωση Παρθένας Φουντουκίδου και δεν την έχω τσακιστείτε να την βρείτε ΤΩΡΑΑΑΑΑΑΑΑΑ».
Πανικός!!! Άντε να βρεις την Παρθένα Φουντουκίδου μέσα σε τόσο κόσμο. Αρχίζω αναζήτηση, ψάχνω σαν τρελός, τη βλέπω μπροστά μου «έγινε το θαύμα μου ρε φωνάζω». Πλησιάζω… «κυρία Φουντουκίδου από τον Αντέννα θα ήθελα μια δήλωση» της λεω, λες και πέτυχα το τζόκερ. «Πάλι στον Αντέννα;» μου απαντάει… «Τι πάλι στον Αντέννα;» της λέω εγώ «Μα έχω μιλήσει ήδη τέσσερις φορές στον Αντέννα» λεει η κυρία Φουντουκίδου. «Δεν πειράζει πάλι και σε μένα» της λεω. Να είναι καλά η γυναίκα μου μίλησε πήρα τη δήλωση.
Τελειώνει το συλλαλητήριο και βρισκόμαστε με τους άλλους συναδέλφους και ανακαλύπτουμε πως η κα Φουνουκίδου είχε κάνει πέντε δηλώσεις στον Αντέννα, καθώς η αρχισυντάκτρια είχε πάρει όλους τους δημοσιογράφους με το ίδιο αίτημα «φέρτε μου την Παρθένα Φουντουκίδου».
«Λονδίνο πήρα ή στα… κάτω Πετράλωνα;»
Φροίξος Φυντανίδης:
Ήταν κάπου στα μέσα των zeros και οι Archive θα ερχόντουσαν για συναυλία στα μέρη μας. Αγαπημένο συγκρότημα του εγχώριου κοινού εκείνη την περίοδο και το συγκρότημα κοντεύει να… πάρει την ελληνική υπηκοότητα από τις τόσο συχνές εμφανίσεις τους.
Τους προτείνω για συνέντευξη στο περιοδικό, μου λένε «ok» τα αφεντικά, μιλάω με δισκογραφική, τα κανονίζουμε και μου λένε μέρα και ώρα που θα την κάνουμε, αφού μου δίνουν το τηλέφωνο του σπιτιού του τραγουδιστή, στο Λονδίνο. Φτάνει η μέρα, παίρνω τα… 37 νούμερα για Αγγλία, μου απαντάει μια γυναικεία φωνή και αρχίζω εγώ το παραμύθι με την όχι και τόσο… Μπακιγχαμική βρετανική προφορά μου: «Χάλοου, ι γουντλ λάικ του σπικ γουίθ Ντάριους. Άιμ κόλινγκ φρομ Γκρις φορ εν ίντερβιου». Και τότε ακούω από την άλλη γραμμή σε άπταιστα ελληνικά:
– Έλα κόψε την πλάκα».
– Ορίστε;
– Το αστειάκι.
Κόκκαλο εγώ και δεν ήξερα ποιος κάνει πλάκα σε ποιον: «Συγγνώμη, Λονδίνο πήρα ή στα κάτω Πετράλωνα;» συνεχίζω ακάθεκτος και μπερδεμένο.
– Λονδίνο.
– Ναι, ξέρεις μου έχουν κανονίσει συνέντευξη με τον Ντάριους, επειδή έρχονται οι Archive για συναυλία στην Αθήνα. Είμαι από το περιοδικό Max!
– Όντως; Συγγνώμη…
– Δεν πειράζει. Τι γίνεται εδώ;
– Κάποιες φορές οι κολλητοί μου παίρνουν τηλέφωνο και μου κάνουν πλάκα ότι έχουν συνέντευξη με τον Ντάριους.
– Και εσύ ποια είσαι;
Τελικά αποδείχθηκε ότι ήταν κοπέλα, γυναίκα ή φίλη του Ντάριους (θα σας γελάσω) και ναι ήταν Ελληνίδα. Μου είπε πως είναι τα πράγματα στην Αγγλία, με ρώτησε πως είναι τα πράγματα στην Ελλάδα, γελάσαμε, χαρήκαμε και ξαναπήρα μετά από 15 λεπτά καθώς ο Ντάριους είχε κολλήσει στη κίνηση και δεν είχε προλάβει να πάει στο σπίτι. Ναι, όντως οι Archive έπρεπε να είχαν πάρει την ελληνική υπηκοότητα. Το άξιζαν!